πολύθρεπτος

πολύθρεπτος
πολύ-θρεπτος, ον,
A much-nourished, ἄνθη π. the many flowers that grow, ib.43.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύθρεπτος — ον, Α 1. αυτός που τρέφεται με πολλούς τρόπους 2. αυτός που τρέφεται πολύ 3. (κατ’ επέκτ.) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει πολύ 4. ο πολυθρέμμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. νεό θρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυθρέπτοιο — πολύθρεπτος much nourished masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρέπτων — πολύθρεπτος much nourished masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”